- αιαί
- αἰαῑ (Α)βλ. αἴ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰαῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αι — (I) αἰ (Α) 1. σύνδεσμος υποθετικός τής δωρικής και αιολικής διαλέκτου αντί τού εἰ* 2. «αἴ γὰρ», αντί τού «εἰ γὰρ» για έκφραση ευχής ή επιθυμίας «είθε, μακάρι!» 3. «αἴ κε(ν)» (στον Όμηρο) «αχ και να...» [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν να… … Dictionary of Greek
επαιάζω — ἐπαιάζω (Α) 1. αιάζω, φωνάζω «αἰαί», θρηνολογώ για κάποιον («ἐπαιάζοντα τῷ νεκρῷ», Λουκιαν.) 2. (με αιτ.) θρηνώ 3. συμμετέχω σε θρήνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αιάζω «φωνάζω αιαί»] … Dictionary of Greek
ай! — ай яй яй! – межд. удивления и боли. Очевидно, звукоподражательное; никакой исторической связи с греч. αἰ, αἰαῖ, лат. ei, нем. ei не существует, вопреки Преобр. (1, 4) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αιάζω — αἰάζω (Α) 1. φωνάζω αιαί, θρηνώ, ολολύζω, μοιρολογώ 2. αναστενάζω, φυσώ δυνατά, ξεφυσάω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχοποιημένη λ. από το επιφών. αἴ*. ΠΑΡ. αρχ. αἴαγμα, αἰακτός μσν. αἰαγμός, αἴασμαι … Dictionary of Greek
οιμώζω — (Α οἰμώζω) κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω 2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω 3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου,… … Dictionary of Greek
ώαι — Α (αιολ. τ.) επιφών. αἰαῑ* … Dictionary of Greek
Αἶ' — Αἶα , Αἴας masc voc sg (epic) Αἶα , Αἶα fem nom/voc sg Αἶαι , Αἶα fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μνααῖαι — μνᾱαῖαι , μνααῖος of the weight of a fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ai-1 — ai 1 English meaning: “exclamation” Deutsche Übersetzung: Ausruf Material: O.Ind. ē exclamation of remembering, address, compassion; O.Ind. ai the same; ayi interjection with the vocative; Av. üi interjection of the phone call… … Proto-Indo-European etymological dictionary